- φιλαναγνώστης
- ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ναυτός που τού αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀναγνώστης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλαναγνώστης — fond of reading masc nom sg φιλαναγνωστέω to be fond of reading imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαναγνώστης — ο θηλ. ώστρια ο φίλος της ανάγνωσης, ο φίλος των βιβλίων, ο βιβλιόφιλος, ο βιβλιοφάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαναγνωστώ — έω, ΜΑ [φιλαναγνώστης] είμαι φιλαναγνώστης … Dictionary of Greek
αναγνωστικός — ή, ό (Α ἀναγνωστικός, ή, όν) [ἀνάγνωσις] 1. ο σχετικός με την ανάγνωση 2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση β)… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek